- φιλάργυρος
- -η, -ο / φιλάργυρος, -ον, ΝΜΑαυτός που αγαπά υπερβολικά τα αργύρια, το χρήμα, φιλοχρήματος, τσιγκούνηςνεοελλ.1. ως κύριο όν. Ο Φιλάργυροςτίτλος ονομαστής κωμωδίας τού Μολιέρου2. παροιμ. «στον φιλάργυρο τα γρόσα καθώς στον νεκρό η γλώσσα» — δηλώνει ότι, όπως ο νεκρός δεν μιλάει, έτσι και ο φιλάργυρος δεν δίνει χρήματααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλάργυρονη φιλαργυρία.επίρρ...φιλαργύρως Νμε φιλαργυρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἄργυρος «ασήμι, αργυρά νομίσματα, χρήματα» (πρβλ. χρυσ-άργυρος)].
Dictionary of Greek. 2013.